αθερίνος

αθερίνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αθερίνος" в других словарях:

  • αθερινός — ο (Α ἀθερῖνος) η αθερίνα νεοελλ. το αθερινιό …   Dictionary of Greek

  • Αθερινός, Κοσμάς Ιωάννου — Αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αθρινός, Κοσμάς …   Dictionary of Greek

  • ἀθερῖνοι — ἀθερῖνος smelt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… …   Dictionary of Greek

  • αθερίνη — η (Α ἀθερίνη, η και ἀθερῖνος, ο) βλ. αθερίνα …   Dictionary of Greek

  • αθερίνη — η και αθερίνα, η και αθερινός, ο μικρό θαλασσινό ψάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»